Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Το Καφενείο των Ψυχών

Περνούσα απ' έξω όταν το μάτι μου έπεσε σε γνωστές φάτσες. Παρέες εδώ κι εκεί, πολλές εκ των οποίων αγαπημένες! Κάποιοι σηκώθηκαν να με υποδεχτούν σαν να ήρθα την κατάλληλη στιγμή που με περίμεναν. Κάποιοι άλλοι με κοίταξαν με ευχάριστη έκπληξη και μου έγνεψαν να σιμώσω. Άλλοι σήκωσαν το χέρι τους σχεδόν μηχανικά σε ένδειξη χαιρετισμού. Άλλοι πάλι -σε παρέες ή κατά μόνας- με βλέμμα κενό κοιτούσαν γύρω, χωρίς να γνωρίζω τι ακριβώς παρατηρούσαν ή σκέφτονταν. Τέλος, θαρρείς μέσα στην παραζάλη πως διέκρινα και κανά δυο βλέμματα ενοχλητικά σαν κουνούπια στραμμένα προς το μέρος μου.

Ξαφνιάστηκα. Μέχρι εκείνη την στιγμή ούτε που γνώριζα την ύπαρξη αυτού του ιδιότυπου καφενείου. Όλα όμως τούτα τα οικεία πρόσωπα που έβλεπα μπροστά μου, παρέσυραν γρήγορα τις σκέψεις μου περί της ύπαρξής του και με έσυραν στο εσωτερικό του. Έχοντας την αίσθηση ο,τι βρισκόμουν τυχαία σε ένα ραντεβού που δεν ήξερα ότι είχα δώσει, αποφάσισα να παραμείνω. Ωστόσο, προτίμησα να βολευτώ μοναχή μου σε ένα τραπεζάκι κάπου στην μέση του καφενείου των ψυχών και με την γνωστή νωθρότητα να απολαύσω το άρωμα και την γεύση του ελληνικού καφέ ανακατεμένα με το άρωμα και την γεύση των οικείων.

Δύο ρουφηξιές καφέ και ένα βλέμμα ηρεμίας. Όλοι τριγύρω είναι ίδιοι. Τέσσερις ρουφηξιές κι ένα βλέμμα εγρήγορσης. Όλοι τριγύρω διαφέρουν. Τραβάει τσιγάρο η υπόθεση. Καπνίζεις, δεν καπνίζεις, τραβάς μερικές τζούρες από το χαρμάνι των ψυχών. Κάμποσες ρουφηξιές καφέ μετά και κάμποσες τζούρες από το φτηνό χαρμάνι, σου φέρνουν πίσω τις σκέψεις περί υπάρξεως του καφενείου. Μα καλά, πώς δεν το είχες προσέξει ποτέ; Πώς δεν είχες ακούσει γι΄αυτό; Μια πιο προσεχτική ματιά σε φέρνει αντιμέτωπη με την πλήξη. Το καφενείο των ψυχών είναι βαρετό, αδιάφορο. Ίσως γι' αυτό δεν το είχες προσέξει ή ίσως να το είχες προσέξει αλλά γι' αυτό τον λόγο να το διέγραψε η μνήμη. Ποιος μπορεί να πει! Οι σκέψεις μετασχηματίζονται. Γίνονται σκέψεις περί της δικής σου υπάρξεως. Πόσο κοιμήθηκες και κατάφερες να δεις τούτο το όνειρο; Πότε έπαψαν να σε αφορούν οι άλλοι; Πότε ξεπέρασες τα ανθρώπινα μέτρα ή πότε σε ξεπέρασε η ζωή που κάνεις και πλέον -σχεδόν- αδιαφορείς;

Είσαι εσύ που πάντα έλεγες πως όλοι είναι μοναδικοί συμμέτοχοι σε ένα ενιαίο σύνολο;
Πού είναι η συμμετοχή σου τώρα;

Κάποιος απ' έξω ή από μέσα (δεν είσαι σίγουρη), σου μιλά! Είναι η ώρα να ξυπνήσεις. Κάνεις νόημα στον σερβιτόρο να πληρώσεις. Χαμογελάς και φεύγεις όπως ακριβώς ήρθες. Ξαφνιασμένη αλλά έτοιμη.



Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

τα 3 Μικρά Δέντρα


"Κάποτε στην κορφή ενός λόφου στέκονταν τρία μικρά δέντρα και ονειρεύονταν τι ήθελαν να γίνουν όταν μεγαλώσουν. 
>Το πρώτο κοίταξε ψηλά τα αστέρια και είπε: «Θέλω να φυλάω ένα θησαυρό. Θέλω να είμαι καλυμμένο με χρυσάφι και γεμάτο πολύτιμους λίθους. Θα είμαι το πιο όμορφο θησαυροφυλάκιο στον κόσμο!»

>Το δεύτερο κοίταξε μακριά ένα μικρό ποταμάκι που αργοκυλούσε στο δρόμο του για τη θάλασσα. «Εγώ θέλω να ταξιδεύω τις μεγάλες θάλασσες και να μεταφέρω δυνατούς βασιλιάδες. Θα είμαι το πιο δυνατό καράβι στον κόσμο!»

>Το τρίτο δέντρο κοίταξε χαμηλά στη κοιλάδα από κάτω, όπου δραστήριοι άντρες και γυναίκες δούλευαν σε μια πόλη γεμάτη ζωντάνια. «Εγώ δε θέλω να αφήσω την κορφή του βουνού. Θέλω να γίνω τόσο ψηλό που, όταν σταματούν οι άνθρωποι για να με κοιτάξουν, θα σηκώνουν τα μάτια τους στον ουρανό και θα σκέφτονται το Θεό. Θα είμαι το ψηλότερο δέντρο στον κόσμο.»
Τα χρόνια πέρασαν. Ήρθε η βροχή, βγήκε ο ήλιος και τα μικρά δέντρα ψήλωσαν. 

Μια μέρα τρεις ξυλοκόποι ανέβηκαν στο βουνό. 
>Ο πρώτος κοίταξε το πρώτο δέντρο και είπε: «Αυτό το δέντρο είναι όμορφο. Είναι ακριβώς αυτό που θέλω», είπε, και με μια κίνηση του αστραφτερού τσεκουριού του το δέντρο έπεσε. «Τώρα θα με κάνουν ένα όμορφο μπαούλο και θα φυλάω θαυμάσιους θησαυρούς!», είπε το πρώτο δέντρο...

>Ο δεύτερο ξυλοκόπος κοίταξε το δεύτερο δέντρο και είπε: «Αυτό το δέντρο είναι δυνατό. Είναι ακριβώς αυτό που θέλω», είπε, και με μια κίνηση του αστραφτερού του τσεκουριού έπεσε το δεύτερο δέντρο. «Τώρα θα ταξιδέψω τις μεγάλες θάλασσες!» σκέφτηκε εκείνο, «Θα γίνω δυνατό καράβι για δυνατούς βασιλιάδες!»...

>Το τρίτο δέντρο απογοητεύτηκε, όταν ο τελευταίος ξυλοκόπος κοίταξε κατά το μέρος του. Στεκόταν ευθύ και ψηλό και σημάδευε γενναία τον ουρανό. Ο ξυλοκόπος κοίταξε ψηλά και μουρμούρισε «Οποιοδήποτε δέντρο μου κάνει». Με μια κίνηση του αστραφτερού του τσεκουριού έπεσε και το τρίτο δέντρο...

>Το πρώτο δέντρο χάρηκε, όταν ο ξυλοκόπος το πήγε στον ξυλουργό. Αλλά εκείνος το έκανε παχνί για τα ζώα. Το άλλοτε όμορφο δέντρο δεν καλύφθηκε με χρυσό ούτε με θησαυρό. Το επένδυσαν με πριονίδια και το γέμισαν σανό για να τρώνε τα πεινασμένα ζώα μέσα σε ένα στάβλο.

>Το δεύτερο δέντρο χαμογέλασε, όταν ο ξυλοκόπος το πήγε στο ναυπηγείο, όμως κανένα δυνατό καράβι δε φτιάχτηκε εκείνη τη μέρα. Αντί γι' αυτό, το άλλοτε δυνατό δέντρο με το σφυρί και το πριόνι, έγινε μια βάρκα για ψάρεμα. Παραήταν μικρή και αδύναμη για να περάσει τους ωκεανούς ή ακόμα και ένα ποτάμι. Παρά μονάχα το πήγαν σε μια μικρή λίμνη.

>Το τρίτο δέντρο μπερδεύτηκε, όταν ο ξυλοκόπος το έκοψε σε δυνατά δοκάρια και το άφησε στο ξυλουργείο. «Τι έγινε;» αναρωτήθηκε το ψηλό αυτό δέντρο, «Αυτό που ήθελα πάντα ήταν να στέκομαι στην κορφή του βουνού και να δείχνω τον Θεό...».
Πολλές μέρες και νύχτες πέρασαν. Τα τρία δέντρα σχεδόν ξέχασαν τα όνειρά τους. 
Αλλά...

>Μια νύχτα, χρυσό φεγγαρόφως ξεχύθηκε πάνω στο πρώτο δέντρο καθώς μια νεαρή γυναίκα απόθεσε το νεογέννητο μωρό της μέσα στη φάτνη. «Μακάρι να μπορούσα να του φτιάξω μια κούνια», ψιθύρισε ο άντρας της. Η μητέρα έσφιξε το χέρι του και χαμογέλασε καθώς το φεγγαρόφωτο έλαμψε πάνω στο λείο και στιβαρό ξύλο. «Αυτή η φάτνη είναι όμορφη», είπε. Και ξαφνικά το πρώτο δέντρο κατάλαβε ότι κρατούσε τον μεγαλύτερο θησαυρό του κόσμου...
>Ένα βράδυ, ένας κουρασμένος ταξιδιώτης και οι φίλοι του μπήκαν σε μια παλιά ψαρόβαρκα. Ο ταξιδιώτης αποκοιμήθηκε, καθώς το δεύτερο δέντρο άνοιξε ήσυχα τα πανιά του μέσα στη λίμνη. Γρήγορα σηκώθηκε σφοδρή καταιγίδα γεμάτη κεραυνούς. Το μικρό δέντρο λύγισε απ' το φόβο. Ήξερε ότι δεν είχε τη δύναμη να μεταφέρει τόσους πολλούς επιβάτες με ασφάλεια μες στον αέρα και τη βροχή. Ο κουρασμένος άντρας ξύπνησε. Σηκώθηκε, άπλωσε το χέρι του και είπε: «Ησύχασε..!». Η καταιγίδα σταμάτησετόσο γρήγορα όσο είχε ξεκινήσει. Και ξαφνικά το δεύτερο δέντρο κατάλαβε ότι μετέφερε το βασιλιά του ουρανού και της γης...
>Μια Παρασκευή πρωί το τρίτο δέντρο ξαφνιάστηκε όταν τράβηξαν το δοκάρι του από τον ξεχασμένο σωρό με τα ξύλα. Δείλιασε καθώς το μετέφεραν μέσα από τους χλευασμούς του αγριεμένου πλήθους. Τρόμαξε, όταν οι στρατιώτες κάρφωσαν τα χέρια ενός άντρα πάνω του. Ένιωσε άσχημο, τραχύ και σκληρόκαρδο. Αλλά την Κυριακή το πρωί, όταν ανέτειλε ο ήλιος και η γη κάτω απ' το δέντρο άρχισε να τρέμει με χαρά, το τρίτο δέντρο ήξερε ότι η αγάπη του Θεού είχε αλλάξει τα πάντα. Είχε κάνει το τρίτο δέντρο δυνατό. Και κάθε φορά που οι άνθρωποι σκέφτονταν το τρίτο δέντρο, σκέφτονταν τον Θεό. Αυτό ήταν καλύτερο από το να είναι το ψηλότερο δέντρο στον κόσμο..."
Την ιστορία για τα 3 Μικρά Δέντρα μπορείτε να την βρείτε στο βιβλίο του Άκη Αγγελάκη, «Ιστορίες που δυναμώνουν την ψυχή» (Εκδόσεις Πύρινος Κόσμος, 2009) το οποίο προτείνω ανεπιφύλακτα 
ή να την ξαναδιαβάσετε στο βιβλίο «Η Ιστορία των Μικρών Δέντρων» της Angela Elwell Hunt (μεταφρασμένο από την Ελένη Λέκκου, Εκδόσεις Αποστολική Διακονία, 2008)

Μπορείτε επίσης να την απολαύσετε με την μορφή βίντεο πατώντας εδώ
------------------------------------------------------------------------------------

Για όλα τα όνειρα που πιστεύουμε πως υπήρξαν μάταια υπάρχει ένα δυνατό 
"αλλά..."!
      Αλλά...δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πότε θα μας φανερωθεί!