Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Σε ένα Φίλο!


Όμορφο πράγμα να σ’ αγαπούν και ν’ αγαπάς,
 να σου δίνουνε τα πάντα χωρίς να ζητάς.
Να κουνάνε πάνω - κάτω το κεφάλι οι φίλοι σου όταν τραγουδάς.
Κι όταν ακουμπάς την πόρτα της χαράς, να μην έχει πάνω της σχήμα κλειδαριάς!

Γλυκύτατοι άνθρωποι να σε ρωτούν άμα πεινάς,
να σου  απαντούν όταν ρωτάς.
 Τι καλά! Με προσοχή να σε ακούν όταν μιλάς.
Όταν πας να φύγεις να φωνάζουνε «πού πας;».

Μένει γλυκιά γεύση στο στόμα όταν πονάς
κι ότι λυπάσαι είναι σημάδι πως ζεις και προχωράς!
Κι έτσι περπατώ σε μονοπάτια από λουλούδια.
 Ξαπλώνω πάνω στα όνειρά μου γράφοντας τραγούδια.
Όλοι οι φίλοι μου μελλοντικά αγγελούδια.
Φαγοπότι είναι η ζωή κι εγώ τρώω και τα φλούδια!

Με τη χαρά μου δένομαι όταν έναν καλό μου φίλο σκέφτομαι.
Κι όταν του κάνω κάτι -Θεέ μου, πόσο ντρέπομαι!
Είναι βροχή να σ’ αγαπούν κι εγώ από εκείνον βρέχομαι.
Αν κάποιος μου πει να τον παντρευτώ, θα του πω «βλέπουμε».
Μα αν μοιάζει με τον φίλο μου, οκ δέχομαι!
Κι όποιος είχε έναν φίλο κι είναι μόνος έκτοτε, τον φίλο μου να συναντήσει του εύχομαι.

Κάτι όμορφο πάω να σκεφτώ και καταλήγω σ’ ένα φίλο καλό
που στα δύσκολα είναι εδώ κι όταν χαίρεται, χαμογελώ (δις)!

Όταν μ’ αγκαλιάζουν άνετα με παρομοιάζουν
με έλατο όταν κοντά του δώρα βάζουν.
Μ’ εκείνους που στο δρόμο δυστυχώς την βγάζουν
και τα δικά σου τα παπούτσια δοκιμάζουν.

Χαμογέλασε στους περαστικούς
μπορεί να είναι φίλος του φίλου σου ένας απ’ αυτούς.
Παρατήρησε την μουσική που ακούς
και πες στον φίλο σου τι παρατήρησε ο νους.

Όταν τον φίλο μου κοιτώ στα μάτια,
στυλό δώσε μου να σου γράψω εκατό κομμάτια.
Παρέα σμήνος, προηγείται αυτός γιατί είναι φίνος.
 Όλοι μας πάμε όπου μας πάει εκείνος.

Όλα τα αλέθει -λένε- ο καλός ο μύλος
μα εγώ λέω όλα τα αντέχει ο καλός μου φίλος.
Βρέχει απ’ τα μάτια μου κρύβεται ο ήλιος
 μα εμφανίζεται ο πιο καλός μου φίλος

Κάτι όμορφο πάω να σκεφτώ και καταλήγω σ’ ένα φίλο καλό
που στα δύσκολα είναι εδώ κι όταν χαίρεται
 X α μ ο γ ε λ ώ !!! 

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Ο Θαμμένος Θησαυρός

Μια φορά, στην πόλη της Κρακοβίας, ζούσε ένας φιλεύσπλαχνος και αλτρουιστής γέροντας ονόματι Ίζι. Για πολλές νύχτες συνέχεια ο Ίζι ονειρευόταν ότι ταξίδευε στην Πράγα κι έφτανε στη γέφυρα ενός ποταμού. Ονειρεύτηκε ότι δίπλα στο ποτάμι, κάτω από τη γέφυρα, βρισκόταν ένα δασύφυλλο δέντρο. Ονειρεύτηκε ότι ο ίδιος έσκαβε ένα λάκκο δίπλα στο δέντρο κι έβγαζε ένα θησαυρό που του πρόσφερε ευημερία και ηρεμία για όλη τη ζωή του.
Στην αρχή, ο Ίζι δεν έδωσε σημασία. Όταν, όμως, το όνειρο επαναλήφθηκε επί αρκετές εβδομάδες, υπέθεσε ότι έκρυβε κάποιο μήνυμα και αποφάσισε να μην περιφρονήσει αυτή την πληροφορία που ερχόταν από τον Θεό — ή ποιος ξέρει από πού.
Ακολουθώντας, λοιπόν, τη διαίσθησή του, φόρτωσε το μουλάρι του για ένα μεγάλο ταξίδι κι έφυγε για την Πράγα.
Ύστερα από έξι μέρες πορεία, ο γέροντας έφτασε στην Πράγα κι έπιασε να ψάχνει για τη γέφυρα του ποταμού στα περίχωρα της πόλης.
Δεν υπήρχαν πολλά ποτάμια ούτε πολλές γέφυρες, κι έτσι βρήκε γρήγορα το μέρος που γύρευε. Όλα ήταν όπως στο όνειρό του. Το ποτάμι, η γέφυρα, και στη μια πλευρά του ποταμού το δέντρο όπου έπρεπε να σκάψει.
Υπήρχε, όμως, μια λεπτομέρεια που δεν εμφανιζόταν στο όνειρο. Τη γέφυρα τη φρουρούσε μέρα-νύχτα ένας στρατιώτης της αυτοκρατορικής φρουράς.
Ο Ίζι δεν τολμούσε να σκάψει όσο ο στρατιώτης βρισκόταν εκεί. Κατασκήνωσε κοντά στη γέφυρα και περίμενε. Τη δεύτερη νύχτα, ο στρατιώτης υποπτεύθηκε τον άνθρωπο που είχε κατασκηνώσει κοντά στη γέφυρα και πλησίασε να τον ανακρίνει.
Ο γέρος δεν βρήκε λόγο να του πει ψέματα. Του εξήγησε ότι είχε έρθει από μια πολύ μακρινή πόλη γιατί είχε ονειρευτεί ότι στην Πράγα, κάτω από μια γέφυρα σαν κι αυτή, υπήρχε θαμμένος ένας θησαυρός.
Ο φρουρός ξέσπασε σε δυνατά χάχανα.
«Έκανες τόσο μεγάλο ταξίδι για μια βλακεία» του είπε. «Εδώ και τρία χρόνια εγώ ονειρεύομαι κάθε νύχτα ότι στην Κρακοβία, κάτω από την κουζίνα ενός γέρο-παλαβού που τον λένε Ίζι, υπάρχει θαμμένος ένας θησαυρός. Χα, χα, χα! Νομίζεις ότι πρέπει να πάω κι εγώ στην Κρακοβία να ψάξω αυτόν τον Ίζι και να σκάψω κάτω από την κουζίνα του; Χα, χα, χα!»
Ο Ίζι τον ευχαρίστησε ευγενικά και γύρισε στο σπίτι του.
Μόλις έφτασε, έσκαψε στην κουζίνα του και βρήκε το θησαυρό που ήταν πάντα εκεί θαμμένος. 

> Aπόσπασμα από το βιβλίο «Να σου πω μια ιστορία» του Jorge Bucay (Eκδόσεις Opera, 2008 - μετάφραση: Κρίτων Ηλιόπουλος)
--------------------------------------------------------------------------------------------

                                       Ο θησαυρός είναι πάντα εκεί! 

Κι επειδή αγαπώ να μπερδεύονται όμορφα οι ιστορίες των άλλων με τις δικές μου, θα κάνω μια παράφραση...
Οι παραπάνω αράδες που μόλις διάβασες
είναι μόνο ορισμένες πέτρες.
Πράσινες πέτρες, κίτρινες πέτρες, κόκκινες πέτρες.

Αυτές οι αράδες γράφτηκαν μόνο για να σημαδέψουν ένα σημείο ή ένα δρόμο.

Η δουλειά της ανασκαφής για να βρεθεί το διαμάντι που κρύβεται...
...είναι δική σου υπόθεση.